- εντόσθιος
- (AM ἐντόσθιος, -ον)(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εντόσθια1. τα σπλάγχνα που βρίσκονται μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα τού ανθρώπου ή τών ζώων, σωθικά2. (ειδ.) τα σπλάγχνα αρνιού ή η κοιλιά, το συκώτι και η καρδιά τών πουλιών που τρώγονται3. μτφ. τα παιδιά, τα τέκνα (κυρίως σε σχέση με τη μητέρα) («καὶ γὰρ οἱ παῑδες σπλάγχνα λέγονται ώς ἐντόσθια»)μσν.-αρχ.1. αυτός που βρίσκεται μέσα σε κάτι («ἐντόσθιον πῡρ», Μηναία)2. εντερικός.
Dictionary of Greek. 2013.